- σουρομαλλιάζω
- μετ. таскать, хватать за волосы;
σουρομαλλιάζομαι — вцепиться друг другу в волосы; — таскать друг друга за волосы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σουρομαλλιάζομαι — вцепиться друг другу в волосы; — таскать друг друга за волосы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σουρομαλλιάζω — Ν 1. αρπάζω κάποιον από τα μαλλιά 2. μέσ. σουρομαλλιάζομαι μαλλιοτραβιέμαι με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *συρομαλλιάζω (< σύρω + μαλλιάζω), πρβλ. ξε μαλλιάζω. Για την τροπή τού υ σε ου πρβλ. σύρω: σούρ(ν)ω] … Dictionary of Greek
σουρομαλλιάζω — 1. ξεμαλλιάζω κάποιον, του τραβώ τα μαλλιά. 2. το μέσ., σουρομαλλιάζομαι συμπλέκομαι με κάποιον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σουρομάλλιασμα — το, Ν [σουρομαλλιάζω] το μαλλιοτράβηγμα … Dictionary of Greek